ρακένδυτος

ρακένδυτος
-η, -ο
αυτός που φορεί ράκη, κουρέλια, ο κουρελής: Μπροστά του στεκόταν ένας άνθρωπος ρακένδυτος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ρακένδυτος — η, ο / ῥακένδυτος, ον, ΝΜΑ αυτός που φορά κουρέλια, κουρελιάρης, ρακενδύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ῥάκος + ἐνδύω (πρβλ. χαλκ ένδυτος)] …   Dictionary of Greek

  • ρακενδυτώ — έω, Μ [ῥακένδυτος] είμαι ρακένδυτος, φορώ κουρέλια …   Dictionary of Greek

  • γυμνοκώλης — α, ικο 1. αυτός που έχει γυμνά οπίσθια, ο πίθηκος 2. ρακένδυτος, κουρελής 3. αυτός που δεν έχει περιουσία 4. (για γυναίκα) αυτή που δεν έχει προίκα …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

  • κακοείμων — κακοείμων, ον (Α) ρακένδυτος, κακοντυμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + είμων (< εἷμα «ένδυμα»), πρβλ. αβρο είμων, πολυ είμων] …   Dictionary of Greek

  • κουρελής — ο, θηλ. κουρελού 1. αυτός που φορά κουρελιασμένα ρούχα, κουρελιάρης, ρακένδυτος 2. το θηλ. η κουρελού χαλί ή κλινοσκέπασμα από κατάλληλα υφασμένα και ραμμένα μεταξύ τους κουρέλια ή αποκόμματα υφασμάτων. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουρέλι + κατάλ. λής (<… …   Dictionary of Greek

  • κουρελιάρης — α, ικο [κουρέλι] κουρελής, ρακένδυτος …   Dictionary of Greek

  • κουρελιάρικος — η, ο [κουρελλιάρης] 1. αυτός που έχει μεταβληθεί σε κουρέλι, κουρελιασμένος 2. ντυμένος με κουρέλια, ρακένδυτος, κουρελιάρης …   Dictionary of Greek

  • κουρελοντυμένος — η, ο ντυμένος με κουρέλια, κουρελιάρης, ρακένδυτος …   Dictionary of Greek

  • ξεβράκωτος — η, ο [ξεβρακώνω] 1. αυτός που δεν φορά βρακί, περισκελίδα 2. μτφ. πολύ φτωχός 3. ρακένδυτος, κουρελής 4. το θηλ. ως ουσ. η ξεβράκωτη η χωρίς προίκα 5. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι ξεβράκωτοι τα πλήθη τών φτωχών στρωμάτων που πήραν μέρος στη Γαλλική …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”